χρυσεοστεφανος

χρυσεοστεφανος
    χρυσεοστέφανος
    χρῡσεοστέφανος
    2
    Eur. v. l. = χρυσοστέφανος См. χρυσοστεφανος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χρυσεοστεφανος" в других словарях:

  • χρυσοστέφανος — η, ο / χρυσοστέφανος, ον, ΝΜΑ, και χρυσεοστέφανος, ον, Α στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσοστέφανος το φωτοστέφανο τών αγίων στις εικόνες αρχ. (για αγώνες) αυτός κατά τον οποίο δίνεται χρυσό στεφάνι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»